Λαχανοψαραγορά 11 του Κουτσοφλέβαρου
Προθυπουργάρα μου
γεια χαραντάν
και καλά σαράντα
να ‘ναι γερά τ’ αγγόνια του Αδόλφου να μας θυμούνται
είδα ένα όνειρο, μωρ’ αδρεφέ μου
και λέω, μπας και μπορείς να μου το ξηγήσεις,
ένεκα που είσαι πολύ μαγκιώρος να ξηγάς τους εφιάλτες
είδα, που λες, ότι βρισκόμανε πάνω σ’ ένα καράβι
καράβι – σαπιοκάραβο
και πηγαίναμε σε κηδεία
Πάνω στο κατάστρωμα, το κιβούρι
Μαύρο κι άραχλο
Και μέσα ποθαμένο – εντελώς σου λέω – το ελληναριό
Το κιβούρι το κρατάγανε, λέει, καμιά 50αριά αρχιδόμαγκες
κι ακολουθάγανε 300και βάλε φαταούλες, σκύλοι αδέσποτοι
Μπροστά, παγαίνανε δυο χοντροί (ο ένας είχε ένα τάπερ και τρώγανε όλοι τον αγλέορα μοιράζοντας ψίχουλα στα ψαράκια το οποίον χάνοι και κοκωβιοί)
Πιο μπροστά
Ένας που τονε λέγανε «ο γιος της Μαργαρίτας»
Ένας κρεμανταλάς που γδικείται το μιτσοτακέικο
Το πρωτοξάδρεφο του Αδόλφου
Κι από κοντά οι Αλεκοτσίπριδες, μπας κι αρπάξουν κάνα κομμάτι από την πίτα
Και πιο πίσω ένας χοντρός πότρωγε διπλόπιτα σουβλάκια κι ένιβε τα χέρια του από τη λίγδα που έσταζε απ’ το κιβούρι
Κι από πάνω, που λες, τα κοράκια
Να περιμένουν να βουτήξουν στο πτώμα του εληναριού να το κατασπαράξουν μέχρι το τέρμα
Κι εκεί που πάγαινε όλο το τσίρκουλο, ξαφνικά
-σου το λέω κι ανατριχιάζω, προθυπουργάρα μου –
Εκεί που λες, αρχινάει το καράβι να βάνει νερά
βρωμόνερα, σκατόνερα, η μπόχα….
Τουτέστιν….σουλουμουτούκουμ τσιτσιρί
Και ένας – ένας από το τσίρκουλο
παρατάνε κηδεία και μνημόσυνο κι αρχινάνε να το σκάνε μαζί με τις αρουραίοι
Και τα κοράκια, τα όρνια και τα σκυλόψαρα ένα γύρο…
Πανηγύρι, αδρεφέ μου…
Και τότε…
Ανοίγει το καπάκι και το ποθαμένο ελληναριό νεκρανασταίνεται…
Η συνέχεια την Κυριακή, αγορίνα μου
Εμείς πάντως, εδώ στο ταράφι, έχουμε ετοιμάσει ένα κιβούρι που χωρά πάνω από 300 σωβρακοκυλότες
Με το μπαρδόν δια την ενόχλησις
Ένεκα που σας σιχάθηκα
Μέμος Περδίκουλας